αυλόδουλος

αυλόδουλος
ο
ο δουλικά υποταγμένος στη βασιλική αυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή + δούλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Ι. Ποιμενίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”